ragged
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English > Greek (Woodhouse)
adjective
V. τρυχηρός, Ar. and V. δυσπινής.
clothed in rags: V. δυσείματος, κατερρακωμένος.
ragged clothes: P. ἱμάτια ῥαγέντα (Xen.).
of rowing, not even: P. ἀσυγκρότητος.