ἀδειμάντως
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans crainte.
Étymologie: ἀδείμαντος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδειμάντως: без страха Aesch.