enérgicamente
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Spanish > Greek
ἀγωνιστικῶς, διατεταμένως, ἐνεργῶς, ἐντόνως, ἐπικρατέως, ἐρρωμένως, εὐρώστως, εὐσθενῶς, εὐτόνως, ἰσχυρῶς, πρακτικῶς, προχείρως, ῥωμαλέως