πρακτικῶς

From LSJ

προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec activité;
2 avec énergie.
Étymologie: πρακτικός.

Russian (Dvoretsky)

πρακτικῶς: деятельно, активно, энергично (διακεῖσθαι πρός τι Polyb.): ἐφ᾽ αὑτὸν π. κινεῖν Plut. с силой привлекать к себе.

Spanish

enérgicamente