ἀμελῶς
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans soin, avec négligence ; ἀμελῶς ἔχειν περί τινα négliger qqn ; πρός τι négliger qch.
Étymologie: ἀμελής.
Russian (Dvoretsky)
ἀμελῶς: беззаботно, беспечно; нерадиво, небрежно, невнимательно (φυλάσσειν Thuc.; διαλέγεσθαι περί τινος Plut.): ἀ. ἔχειν τινός Plat., περί τινα и πρός τι Xen. пренебрежительно относиться к кому(чему)-л.
English (Woodhouse)
(see also: ἀμελής) carelessly, heedlessly, negligently