Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: ζευγίζω | Medium diacritics: ζευγίζω | Low diacritics: ζευγίζω | Capitals: ΖΕΥΓΙΖΩ |
Transliteration A: zeugízō | Transliteration B: zeugizō | Transliteration C: zevgizo | Beta Code: zeugi/zw |
yoke in pairs, unite, in Pass., PGrenf.1.1.1(ii B.C.), LXX 1 Ma.1.15,Aq.Nu.25.3.
ζευγίζω: μέλλ. -σω, θέτω ὑπὸ ζυγὸν κατὰ ζεύγη, ἑνώνω, Ἁκύλλ. Π. Δ.
ζευγίζω (Α) ζεύγος
συνδέω κατά ζεύγη κάτω από τον ίδιο ζυγό, ενώνω.