μεγάλωμα

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλωμα Medium diacritics: μεγάλωμα Low diacritics: μεγάλωμα Capitals: ΜΕΓΑΛΩΜΑ
Transliteration A: megálōma Transliteration B: megalōma Transliteration C: megaloma Beta Code: mega/lwma

English (LSJ)

-ατος, τό, might, ῥάβδος μεγαλώματος LXX Je.31(48).17.

Greek Monolingual

το (Α μεγάλωμα) μεγαλώνω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεγαλώνω, μεγέθυνση, αύξηση («το μεγάλωμα του σπιτιού»)
2. ανατροφήμετά τον θάνατο της μητέρας, η γιαγιά ανέλαβε το μεγάλωμα τών παιδιών»)
3. ενηλικίωση
4. μεγαλοποίηση, υπερβολή
αρχ.
η ισχύς, η δύναμηῥάβδος μεγαλώματος», ΠΔ).