φαλάκρωμα

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλάκρωμα Medium diacritics: φαλάκρωμα Low diacritics: φαλάκρωμα Capitals: ΦΑΛΑΚΡΩΜΑ
Transliteration A: phalákrōma Transliteration B: phalakrōma Transliteration C: falakroma Beta Code: fala/krwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A bald head, used for a bald man, Cic. Att.14.2.3.
II bald place, LXX Le.13.42, al.: pl., ib.Ez.27.31 cod. A.

German (Pape)

[Seite 1253] τό, das Kahlgemachte, der kahle Kopf, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλάκρωμα: ατος τό досл. плешь, перен. плешивый человек Cic.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλάκρωμα: τό, γυμνότης, φαλακρὰ κεφαλή, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φαλακροῦ ἀνθρώπου, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 2. ΙΙ. = φαλάκρωσις, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΖϳ, 31 κῶδ. Ἀλεξ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φαλακρῶ, -ώνω
η φαλάκρωση
αρχ.
1. φαλακρή κεφαλή
2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.).