φαλάκρωμα
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
-ατος, τό,
A bald head, used for a bald man, Cic. Att.14.2.3.
II bald place, LXX Le.13.42, al.: pl., ib.Ez.27.31 cod. A.
German (Pape)
[Seite 1253] τό, das Kahlgemachte, der kahle Kopf, Sp.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλάκρωμα: ατος τό досл. плешь, перен. плешивый человек Cic.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλάκρωμα: τό, γυμνότης, φαλακρὰ κεφαλή, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φαλακροῦ ἀνθρώπου, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 2. ΙΙ. = φαλάκρωσις, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΖϳ, 31 κῶδ. Ἀλεξ.).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φαλακρῶ, -ώνω
η φαλάκρωση
αρχ.
1. φαλακρή κεφαλή
2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.).