ἀρχιτεκτονία
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ἡ, architecture, construction, LXX Ex.35.32, Bito 49.2, Gal.5.68.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
diseño o técnica de la construcción de máquinas de guerra, Bito 49.2, naval, Sch.Ar.Pax 143
•diseño artístico, arte τὰ ἔργα τῆς ἀ. LXX Ex.35.32, cf. 35
•arquitectura ἀ[ρ] χιτ[ε] κτ[ον] ίας καὶ ναυπ[η] γίας κα[ὶ κυβ] ερνητικ[ῆς] καὶ ζωγραφίας Phld.Rh.2.257Aur.
German (Pape)
[Seite 366] ἡ, Baukunst, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιτεκτονία: ἡ, ἀρχιτεκτονική, Math. Vett. 107, Ἑβδ. (Ἔξ. λε΄, 33).
Greek Monolingual
ἀρχιτεκτονία, η (Α) αρχιτέκτων
η τέχνη του αρχιτέκτονα.