κυνοκεφάλιον
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
[ᾰ], τό, = ἀντίρρινον, Sch.Orib.2.744, Ps.-Dsc.4.130; = ψύλλιον, ib.69, cf. PMag.Lond.46.198:—also κῠνο-κεφᾰλίδιον, ib.121.602; but κῠνο-κεφάλαιον, = ἀνεμώνη, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκεφάλιον: τό, βοτάνιον χορτῶδες, τὸ κυρίως καλούμενον ψύλλιον, Διοσκ. ἐν Νόθ. 4. 70· ― παρ’ Ἡσυχ. κυνοκεφάλαιον, = ἀνεμώνη.
Spanish
boca de dragón, ínula, pequeño papión
Greek Monolingual
κυνοκεφάλιον, τὸ (Α)
1. το φυτό αντίρρινο
2. το φυτό φύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κεφάλιον (< κεφαλή)].
Léxico de magia
τό 1 bot. boca de dragón o quizás ínula λαβὼν πρῶτον μὲν ... κυνοκεφάλια βʹ toma en primer lugar dos plantas de boca de dragón P III 468 (fr. lac.) P III 479 λαβὼν ἄγγος καλλάϊνον βάλε ὕδωρ καὶ ζμύρναν καὶ κ. βοτάνην toma un recipiente turquesa y pon en él agua, mirra y boca de dragón P V 198 λαβὼν ... ἀλεύρου καὶ κυνοκεφαλίου τοῦ χόρτου toma harina de trigo y hierba de boca de dragón P V 372 2 imagen de pequeño papión ποίησον κυνοκε<φά>λιον καθήμενον ἔχοντα ... ἐκ τοῦ νώτου γλωσσόκομον καὶ ἐπίγραφε τὸ ὄνομα τοῦ Ἑρμοῦ εἰς χάρτην καὶ ἐπιτίθει εἰς τὸ γλωσσόκομον haz un pequeño papión que tenga a sus espaldas un estuche, escribe en un rollo de papiro el nombre de Hermes y ponlo en el estuche P VIII 53
German (Pape)
τό, = κυνοκεφάλαιον.