τριακοντάρχης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ου, ὁ, a god who presides over thirty days (one month), PMag.Leid.W.16.40 (λ κοντραχας (sic) acc. pl. Pap.).
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
θεός που είχε το πρόσταγμα για τριάντα μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -άρχης].
Spanish
triacontarca, dios que preside un mes del año
Léxico de magia
triacontarca, dios que preside un mes del año προσλήμψῃ δὲ, ὦ τέκνον, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας τοῦς τε ἡμερησίους καὶ ὡρογενεῖς θεοὺς ... καὶ τοὺς ιβʹ τριακοντάρχας deberás tomar, hijo, para la práctica de visión directa, a los dioses de los días, de las horas y a los doce triacontarcas P XIII 736