ζῦτος
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
ὁ, = ζῦθος, PCair.Zen.176.4(iii B.C.), al., PPetr.3p.327 (iii B.C.), UPZ149.14(iii/ii B.C.), PMag.Par.1.908, OGI200.16 (Axum, iv A.D.):—also ζῦτος, εος, τό, PHib.1.113.6 (iii B.C.), Glauc. ap. POxy.1802.42.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ζῦθος² PAPY.
Spanish
Greek Monolingual
ζύτος, ὁ και ζῡτος, -εος, τὸ (Α)
πάπ. ο ζύθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη αρχ. προφορά του ζύθος].
Léxico de magia
ὁ cerveza para hacer una libación εἰς ἀμπέλινα ξύλα σπείσας οἶνον ἢ ζύτον ἢ μέλι ἢ γάλα tras haber derramado vino, cerveza, miel o leche sobre sarmientos de vid P IV 908