sister
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἀδελφή, ἡ, V. κασιγνήτη, ἡ, κασίγνητος, ἡ, κάσις, ἡ, ὅμαιμος, ἡ, ὁμαίμων, ἡ, ὁμόσπορος, ἡ, σύναιμος, ἡ, σύγγονος, ἡ.
own sister: V. συγκασιγνήτη, ἡ.
of a sister, adj.: V. κασίγνητος, ἀδελφός.