Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
subs.
P. προπέτεια, ἡ, θρασύτης, ἡ, εὐχέρεια, ἡ, P. and V. ἀβουλία, ἡ, ἀσυνεσία, ἡ (Eur., Frag.), θράσος, τό, τόλμα, ἡ, ἀφροσύνη, ἡ, Ar. and V. δυσβουλία, ἡ.
Rash act: P. and V. τόλμημα, τό, κινδύνευμα, τό.