μακτήρ

From LSJ
Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακτήρ Medium diacritics: μακτήρ Low diacritics: μακτήρ Capitals: ΜΑΚΤΗΡ
Transliteration A: maktḗr Transliteration B: maktēr Transliteration C: maktir Beta Code: makth/r

English (LSJ)

μακτῆρος, ὁ, expld. by Hsch. in three senses:
I = μάκτρα.
II = διφθέρα.
III = μακτρισμός.

Greek (Liddell-Scott)

μακτήρ: ῆρος, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. ὑπὸ τρεῖς σημασίας: Ι. = κάρδοπος (μάκτρα). ΙΙ. = διφθέρα. ΙΙΙ. = ὀρχήσεως σχῆμα (μακτρισμός).

Greek Monolingual

μακτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) α) «μάκτρα»
β) «διφθέρα»
γ) «μακτρισμός, σχῆμα ὀρχήστρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ- του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα -τήρ].

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Knetende, nach Hesych. auch = μάκτρα.