ὁπῃοῦν
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ὅπῃπερ, ὅπῃ ποτέ, v. ὅπη III. ὅπης, ητος, ὁ, v. ἕρπης II. ὀπητίδιον, ὀπήτιον, v. ὄπεας.
Greek Monolingual
ὁπῃοῦν (Α)
επίρρ. βλ. όπη.
German (Pape)
(verstärkt ὅπη, s. ὅπη) wie immer auch, ὅτι μαθόντα χαίρειν ποιεῖ καὶ ὁπῃοῦν, Plat. Prot. 353d, vgl. Symp. 194d; auch vom Orte, wohin auch immer, Legg. XII.950a.