δίζυγος

From LSJ
Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίζῠγος Medium diacritics: δίζυγος Low diacritics: δίζυγος Capitals: ΔΙΖΥΓΟΣ
Transliteration A: dízygos Transliteration B: dizygos Transliteration C: dizygos Beta Code: di/zugos

English (LSJ)

δίζυγον, = δίζυξ, μέλος, οὐρή, Nonn. D. 15.55, 39.330.

Spanish (DGE)

(δίζῠγος) -ον
doble δίζυγον ... μέλος χαλκόκροτον Nonn.D.15.55, ἰχθύος ... δ. οὐρή Nonn.D.39.330.

Greek Monolingual

-ο (AM δίζυγος, -ον)
διπλός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει δύο ζυγούς
2. «δίζυγον πυρ» — πυρά που εκτελούνται από στρατιώτες παρατεταγμένους σε δυο σειρές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίζυγο.

German (Pape)

δίζυξ.