καταφαγᾶς
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, v. κατωφαγᾶς.
German (Pape)
ᾶ, ὁ, der herunterschlingt, gefräßig ist, der Schlemmer, Aeschyl. bei Poll. 6.40; auch καταφαγάς, Menand. bei B.A. 105.20; vgl. Phryn. 433 und s. κατωφαγᾶς.
Russian (Dvoretsky)
καταφᾰγᾶς: ᾶ Aesch. и καταφαγάς Men. ὁ обжора.
Greek (Liddell-Scott)
καταφᾰγᾶς: ᾶ, ὁ, ἴδε κατωφαγᾶς· οὐχὶ τόσον ὁ πολυφάγος, ἀλλὰ μᾶλλον ὁ κατατρώγων ἁρπακτικῶς ἢ λάβρως.
Greek Monolingual
ὁ βλ. κατωφαγάς.