κυνοκράμβη
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
ἡ,
A = κυνέα, Ps.- Dsc.4.190.
2 = ἀπόκυνον, Dsc.4.80, Gp.13.4.7 and 7.1.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκράμβη: κοινῶς: «σκαρολάχανον» ἢ «καρμπολάχανον», Διοσκ. 4. 192, Γεωπ. 13. 4, 7, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM κυνοκράμβη)
νεοελλ.
το φυτό θηλυγόνο
μσν.-αρχ.
το φυτό απόκυνο
αρχ.
το φυτό κυνέα.
German (Pape)
ἡ, Hundekohl, Diosc.