χανδοπότης
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ου, ὁ, toper, AP11.59 (Maced.).
German (Pape)
ὁ, der gierig Trinkende, der Zecher, Macedon. 19 (XI.59).
Russian (Dvoretsky)
χανδοπότης: ου ὁ любитель выпить Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χανδοπότης: -ου, ὁ, ὁ χανδόν, ἢ ἀθρόως ἢ ἀκορέστως πίνων, μέθυσος, χανδοπόται, βασιλῆος ἀεθλητῆρος Ἰάκχου Ἀνθ. Παλατ. 11. 59.