συντέλεσμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό,
A joint contribution, Al.Esdr.4.13, PLips.64.39 (iv A.D.).
II completion, Brut.Ep. Praef.
III solution of a problem, ἡ τετρακτὺς πρὸς πολλὰ διατείνει φυσικὰ σ. Porph.VP20.
Greek (Liddell-Scott)
συντέλεσμα: τό, κοινὴ συνδρομή, συνεισφορά, Ἔσδρ. Δευτερ. Δ΄,13 (Συμπλ.). ΙΙ. συμπλήρωσις, Βρούτ. Ἐπιστ. ἐν Προοιμ.
Greek Monolingual
τὸ, Α συντελῶ
1. συνεισφορά
2. συμπλήρωση
3. λύση προβλήματος.
German (Pape)
τό, gemeinschaftliche Abgabe, Sp. – Beendigung, Vollbringung, Sp.