συντέλεσμα

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντέλεσμα Medium diacritics: συντέλεσμα Low diacritics: συντέλεσμα Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΑ
Transliteration A: syntélesma Transliteration B: syntelesma Transliteration C: syntelesma Beta Code: sunte/lesma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A joint contribution, Al.Esdr.4.13, PLips.64.39 (iv A.D.).
II completion, Brut.Ep. Praef.
III solution of a problem, ἡ τετρακτὺς πρὸς πολλὰ διατείνει φυσικὰ σ. Porph.VP20.

Greek (Liddell-Scott)

συντέλεσμα: τό, κοινὴ συνδρομή, συνεισφορά, Ἔσδρ. Δευτερ. Δ΄,13 (Συμπλ.). ΙΙ. συμπλήρωσις, Βρούτ. Ἐπιστ. ἐν Προοιμ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συντελῶ
1. συνεισφορά
2. συμπλήρωση
3. λύση προβλήματος.

German (Pape)

τό, gemeinschaftliche Abgabe, Sp. – Beendigung, Vollbringung, Sp.