πολυρρόθιος

From LSJ
Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυρρόθιος Medium diacritics: πολυρρόθιος Low diacritics: πολυρρόθιος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΘΙΟΣ
Transliteration A: polyrróthios Transliteration B: polyrrothios Transliteration C: polyrrothios Beta Code: polurro/qios

English (LSJ)

πολυρρόθιον, much-dashing, loud-roaring, θάλασσα Q.S.7.395; buffeted by many waves, ἄνθρωποι Arat.412.

Greek (Liddell-Scott)

πολυρρόθιος: -ον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ μεγάλως ῥοχθοῦσα, θάλασσα Κόϊντ. Σμ. 7. 305· ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμμάτων πληττόμενος Ἄρατ. 412· ― ὡσαύτως πολύρροθος, ον, φροίμια π., αἱ κραυγαὶ πολλῶν φωνῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α πολύρροθος
1. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πλήττεται από τα κύματα της δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.).

German (Pape)

viel oder sehr rauschend, übertragen, ἄνθρωποι, Arat. 412, von den Fluten des Unglücks umhergetrieben.