ἐγκύκληθρον
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
τό, Eust.976.15, is prob. f.l. for ἐκκύκληθρον, = ἐκκύκλημα.
Spanish (DGE)
v. ἐκκύκληθρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκύκληθρον: τό, ἐν Εὐστ. 976. 15, πρέπει ἴσως νὰ διορθωθῇ εἰς ἐκκύκληθρον, = ἐκκύκλημα.
German (Pape)
τό, s. ἐκκύκληθρον.