ἀδιάρρηκτος
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ἀδιάρρηκτον, not torn in pieces, Glossaria on ἄρρηκτος, EM149.12.
Spanish (DGE)
-ον no destrozado, EMα 1861.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάρρηκτος: -ον, ὁ μὴ διαρρηγνύμενος ἢ μὴ διερρωγὼς εἰς τεμάχια, Ἰω Χρυσ.
German (Pape)
nicht zu zerreißen, Sp.