συνυποπτεύω
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
suspect, Plb.14.4.8.
German (Pape)
mit oder auch argwöhnen, Pol. 14.4.8.
Russian (Dvoretsky)
συνυποπτεύω: одновременно подозревать Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποπτεύω: ὑποπτεύω ὁμοῦ, Πολύβ. 14. 4, 8. ― Ἴδε Κόντου. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19.
Greek Monolingual
Α
υποψιάζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποπτεύω «υποψιάζομαι»].