ἀπόσκληρος
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
ον, strengthd. for σκληρός,
A very hard, Philum.Ven. 15.4, 22.1, Simp.in Ph.304.27. 2 harsh to the taste, of water, Myia Ep.4.
German (Pape)
[Seite 325] sehr hart, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσκληρος: -ον, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ σκληρός, λίαν σκληρός, κατάσκληρος, τραχύς, Μυίας τῆς Πυθαγορικῆς ἐπιστ. σ. 63 ἔκδ. Ὀρελλ. Βασίλ. τ. 1. σ. 366.