οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
[Seite 1531] s. κυνάρα.
κύναρος, ἡ (Α)
φρ. «κύναρος ἄκανθα» — αγκινάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυνάρα].