κατάγλωσσος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bavard;
2 plein de mots recherchés ou inusités.
Étymologie: κατά, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
κατάγλωσσος: атт. κατάγλωττος 2
1 болтливый Gell.;
2 пересыпанный малоупотребительными словами, написанный нарочито темным языком (ποιήματα Luc., Anth.).
German (Pape)
= κατάγλωττος.