φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
adv.follement, comme un fou.Étymologie: μανικός.
μᾰνικῶς:1 безумно (μ. διακείμενος Plat.);2 нелепо (μ. καὶ ἀτάκτως Plat.).
(see also: μανικός) madly