ἀπαραιτήτως
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
French (Bailly abrégé)
adv.
1 inexorablement, durement;
2 sans pouvoir fléchir.
Étymologie: ἀπαραίτητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραιτήτως: неумолимо, непреклонно Thuc., Polyb., Plut.
English (Woodhouse)
(see also: ἀπαραίτητος) pitilessly