κωνίον

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωνίον Medium diacritics: κωνίον Low diacritics: κωνίον Capitals: ΚΩΝΙΟΝ
Transliteration A: kōníon Transliteration B: kōnion Transliteration C: konion Beta Code: kwni/on

English (LSJ)

or κώνιον, τό, Dim. of κῶνος, A small cone, κωνία μαστῶν AP5.12 (Phld.). II small pine-cone, Posidon.3 J.

German (Pape)

[Seite 1546] τό, dim. von κῶνος, κώνιον ist falscher Accent, Kegelchen; τὰ λύγδινα κωνία μαστῶν Philodem. 18 (V, 13); – vom Fichtenzapfen, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit cône;
2 fruit du pistachier, pistache.
Étymologie: κῶνος.

Russian (Dvoretsky)

κωνίον: τό маленький конус (τὰ κωνία μαστῶν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κωνίον: ἢ κώνιον, τό, ὑποκορ. τοῦ κῶνος, μικρὸς κῶνος, κωνία μαστῶν Ἀνθ. Π. 5. 13. ΙΙ. μικρὸς κῶνος πίτυος, «κουκουνάρα», Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 649D.

Greek Monotonic

κωνίον: τό, υποκορ. του κῶνος, μικρός κώνος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κωνίον, ου, τό, [Dim. of κῶνος
a small cone, Anth.