μινυρισμός
From LSJ
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
English (LSJ)
ὁ,
A moaning, warbling, Sch.Ar.Th.106.
German (Pape)
[Seite 188] ὁ, das Wimmern, Girren, Schol. Ar. Th. 106.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνῠρισμός: ὁ, τὸ μινυρίζειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Θεσμ. 106.