κόπωσις
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
εως, ἡ,
A weariness, σαρκός LXX Ec.12.12.
German (Pape)
[Seite 1484] ἡ, Ermüdung, Ermattung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κόπωσις: -εως, ἡ, καταπόνησις, σαρκὸς Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 12).