διαπύημα
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
-ατος, τό, collection of pus, Id.Prog.7 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. depósito de pus, supuración plu. Hp.Prog.7, Gal.2.417, 7.716.
German (Pape)
[Seite 599] τό, Durchbruch der Eiterung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διαπύημα: [ῡ], τό, ἐμπύησις, «ἔμπυασμα», Ἱππ. Προγν. 39.
Greek Monolingual
το (Α διαπύημα) διαπυώ
εμπύημα, απόστημα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπύημα -ατος, τό [διαπυέω] opeenhoping van pus.