ἀπολίθωσις
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
εως, ἡ,
A petrifaction, Pherecyd. 12 J., Thphr.Lap.50, Sch.11.2.319: metaph., Arr.Epict.1.5.3.
German (Pape)
[Seite 312] ἡ, die Versteinerung, Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολίθωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς λίθον μεταβολή, Ἀριστ. Ἀποσπ. 140· Θεοφρ. περὶ Λίθ. 50· μεταφ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3.