νεόσσιον

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Middle Liddell

Dim. of νεοσσός, νεοττός, a young bird, nestling, chick, Ar.

German (Pape)

[Seite 244] τό, att, νεόττιον, dim. von νεοσσός, junger Vogel, bes. Küchlein, Ar. Av. 547, νεόττιον τοῦ πατρός, 767; aber auch von anderen Thieren, Arist. H. A. 4, 9. 5, 8; Ael. H. A. 17, 15; auch = Kindchen (die Accentuation νεοσσίον ist falsch).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit d'un oiseau;
2 jaune d'œuf.
Étymologie: νεοττός.

Greek (Liddell-Scott)

νεόσσιον: Ἀττ. νεόττιον, τό, ὑποκορ. τοῦ νεοσσός, νεοττός, νέον πτηνόν, μικρὸν ὀρνίθιον νεωστὶ ἐκκολαφθέν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 767, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 15. 2) ὁ κρόκος (πρβλ. λέκιθος), Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 40· - καθ’ Ἡσύχ.: «νεόττιον· Ἀττικοὶ τοῦ ᾠοῦ τὴν λέκιθον· καὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν νεοττός». - Περὶ τοῦ τύπου νόττιον, ἴδε νεοσσός ἐν τέλ.

Russian (Dvoretsky)

νεόσσιον: атт. νεόττιον τό птенец, преимущ. цыпленок Arph., Arst.