δρύφακτος

From LSJ
Revision as of 11:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρύφακτος Medium diacritics: δρύφακτος Low diacritics: δρύφακτος Capitals: ΔΡΥΦΑΚΤΟΣ
Transliteration A: drýphaktos Transliteration B: dryphaktos Transliteration C: dryfaktos Beta Code: dru/faktos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, later τρύφακτος BCH35.23 (Delos, iv B. C.), OGI598.3 (Jerusalem), Hdn.Gr.2.595:—

   A railing or latticed partition, serving as the bar of the courts of law, the council-chamber, etc., Ar. V.380: mostly in pl., ὑπερεπήδων τοὺς δ. Id.Eq.675; ὑπὸ τοῖς δ. Id.V. 386; ἐπὶ τοῖς δ. ib.552, X HG2.3.55: sg., δρυφάκτου τρόπῳ Apollod. Poliorc.172.1.    2 hand-rail, Plb.1.22.6, 10.    3 balcony, Arist. Ath.50.2:—written δρύφρακτοι, Lib.Or.11.217. (By dissim. for δρύ-φρακτος (φράσσω), cf. Lib. l. c., Hellad. ap. Sch.Orib.2p.746D., Sch.Ar.Eq. l. c.)

Greek (Liddell-Scott)

δρύφακτος: ὁ, φραγμός τις κιγκλιδωτὸς ἢ δικτυωτὸν διαχώρισμα χρησιμεῦον ὡς περίφραγμα τῶν δικαστηρίων, τοῦ βουλευτηρίου, κτλ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 830 συνήθ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cancelli, ὑπερεπήδων τοὺς δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 675· ὑπὸ τοῖς δρ. ὁ αὐτ. Σφηξ. 386· ἐπὶ τοῖς δρ. αὐτόθι 552, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 55· οὐδ. πληθ. δρύφακτα ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ., ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. Πολύβ. (ἴδε κατωτ.), καὶ ἀλλαχοῦ τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ· πρβλ. κιγκλίς. 2) καθ’ ἑνικὸν καθόλου, κιγκλίδες, Πολύβ. 1. 22, 6 καὶ 10. (Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν διὰ τοῦ ὁ ἐκ δρυὸς φραγμός, ὥστε ἀρχικῶς θὰ ἦτο δρυόφρακτος).