Λύκιος
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, Lycian: Λύκιοι, οἱ, A the Lycians, Il.2.876, etc.:— also Λῠκιακός, ή, όν, Luc.Nav.8; Λῠκιακά, τά, history of Lycia, Ath. 8.333d. II epithet of Apollo (cf. Λύκειος), Pi.P.1.39, E.Fr.700, D.S.5.56, Paus.2.19.3: expld. ἀπὸ τοῦ λευκαίνεσθαι πάντα φωτίζοντος ἡλίου Antip.Stoic.3.249.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Lycie ; οἱ Λύκιοι les Lyciens.
English (Slater)
Λῠκιος
1 Lycian Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (cf. Hor., Od. 3. 4. 61, Patareus Apollo) (P. 1.39) Λύκιον Σαρπηδόν (P. 3.112) ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.60)
Greek Monotonic
Λύκιος: [ῠ], -α, -ον,
I. αυτός που κατάγεται από τη Λυκία· Λύκιοι, οἱ, κάτοικοι της Λυκίας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
II. επίθ. του Απόλλωνα (πρβλ. Λύκειος), σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Λύκιος: (ῠ) ликийский Soph.
II ὁ житель Ликии, ликиец Hom.
III ὁ Ликийский (эпитет Аполлона по ряду его храмов в Ликии, преимущ. в Патаре) Pind. etc.
Middle Liddell
Λύκιος, η, ον
Lycian.