προσωπίδιον
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
τό, Dim. of πρόσωπον, Ar.Fr.264, Stud.Pal. 22.56.23 (iii A.D.), Maria ap.Zos.Alch.p.157 B.
German (Pape)
τὸ, dim. von προσωπεῖον, Ar. bei Poll. 10.127.
Russian (Dvoretsky)
προσωπίδιον: τό небольшая маска Arph.
Greek (Liddell-Scott)
προσωπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 256, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 127.