περιδίνητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A revolving, ἄξων PMag.Par.1.680.
German (Pape)
[Seite 573] im Kreise od. Wirbel herumgedreht, Sp.
Greek Monolingual
-ον, Α περιδινώ
αυτός που στρέφεται, που στροβιλίζεται σαν δίνη («περιδίνητος ἄξων», πάπ.).