ὀκταμηνιαῖος

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταμηνῐαῖος Medium diacritics: ὀκταμηνιαῖος Low diacritics: οκταμηνιαίος Capitals: ΟΚΤΑΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: oktamēniaîos Transliteration B: oktamēniaios Transliteration C: oktaminiaios Beta Code: o)ktamhniai=os

English (LSJ)

α, ον, of eight months, ἀνοχαί D.S.14.38; χρόνος POxy.1627.9 (iv A.D.); eight months old, Ar. Byz.Epit.77.18.

German (Pape)

[Seite 317] = Folgdm, Plut. plac. phil. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se passe ou arrive le 8ᵉ mois;
2 qui dure huit mois, de huit mois.
Étymologie: ὀκτώ, μήν².

Russian (Dvoretsky)

ὀκταμηνιαῖος: Diod., Plut. = ὀκτάμηνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτᾰμηνῐαῖος: -α, -ον, ὁ ἐξ ὀκτὼ μηνῶν συνιστάμενος, ἀνοχαὶ Διόδ. 14. 38· ὁ κατὰ τὸν ὄγδοον μῆνα γεννηθείς, βρέφος Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 2. 47.

Greek Monolingual

και οχταμηνιαίος, -α, -ο (Α ὀκταμηνιαῖος και ὀκτωμηνιαῖος, -α, -ον) οκτάμηνος
1. αυτός που αποτελείται από οκτώ μήνες («ὀκταμηνιαῖος χρόνος», πάπ.)
2. αυτός που έχει ηλικία οκτώ μηνών, οκτάμηνος.