ἑστιατήριον

From LSJ
Revision as of 07:08, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστιᾱτήριον Medium diacritics: ἑστιατήριον Low diacritics: εστιατήριον Capitals: ΕΣΤΙΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: hestiatḗrion Transliteration B: hestiatērion Transliteration C: estiatirion Beta Code: e(stiath/rion

English (LSJ)

τό, banqueting-hall, Rev. Épigr.1.239 (Naples, ii A. D.), Philostr.VS2.23.

German (Pape)

[Seite 1044] τό, der Speisesaal, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστιᾱτήριον: τό, δειπνητήριον, ἐν ᾧ ἐγίνοντο αἱ ἑστιάσεις, Φιλόστρ. 605.

Greek Monolingual

ἑστιατήριον, τὸ (Α)
τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε -τήριον (πρβλ. εργαστήριον)].