φυγαδευτικός
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ή, όν,
A banishing, τινος Hld.8.11. II φ. χρήματα the property of exiles, Phot. s.v. μαστῆρες.
German (Pape)
[Seite 1311] vertreibend, verbannend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγᾰδευτικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τι φεύγειν, δύναμίν τινα ἐνοικεῖν τῇ λίθῳ πυρὸς φυγαδευτικὴν Ἡλιόδ. 8. 11, Κλήμ. Ἀλ. 197· ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 589C. ΙΙ. φ. χρήματα, ἡ περιουσία τῶν εἰς ἀειφυγίαν φυγαδευθέντων, Φωτ. Λεξ. ἐν λ. μαστῆρες.