δερματώδης

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δερμᾰτώδης Medium diacritics: δερματώδης Low diacritics: δερματώδης Capitals: ΔΕΡΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: dermatṓdēs Transliteration B: dermatōdēs Transliteration C: dermatodis Beta Code: dermatw/dhs

English (LSJ)

δερματώδες, like skin, κάλυμμα, φλέψ, Arist.HA505a7, 513b8; opp. σαρκώδης, Thphr. HP 4.3.4 (Comp.); ἐπιφύσεις Gal.2.615, cf. Aët.16.1; leathery, Xenocr.29.

Spanish (DGE)

-ες
de piel, dérmico, de la naturaleza de la piel del cuerpo humano y anim. κάλυμμα Arist.HA 505a7, φλέψ Arist.HA 513b8, (ὦτα) δερματωδέστερα ... αὐτοῦ τοῦ τῆς καρδίας σώματος ref. a las aurículas, Gal.2.615, οἱ τῆς γυναικὸς ὄρχεις Aët.16.1
de plantas τὸ δὲ ἐκτὸς οὐ σαρκῶδες ἀλλὰ δερματοδέστερον ref. al fruto del loto, Thphr.HP 4.3.4, φλοιός Dsc.1.22
subst. τὰ δερματώδη ἀκατέργαστά ἐστιν ref. a la parte gelatinosa de la ostra, e.e., al animal, Xenocr.29.

German (Pape)

[Seite 549] ες, lederartig, κάλυμμα Arist. H. A. 2, 13; Folgde.

Russian (Dvoretsky)

δερμᾰτώδης: похожий на кожу, кожистый (κάλυμμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δερματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος δορᾷ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 13, 7., 3. 3, 13, κτλ.

Greek Monolingual

-ες (AM δερματώδης, -ες)
όμοιος με δέρμα.