ἐπιγλυκαίνω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
A sweeten, Dion. Byz.2, Gal.14.277, Philum. ap. Orib. 45.29.8. II. intr., to be sweetish, Thphr.CP6.15.4.
German (Pape)
[Seite 932] noch dazu, noch mehr versüßen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγλῠκαίνω: καθιστῶ τι ὁπωσοῦν γλυκύ, ἵνα ἐπιγλυκάνω καὶ κατακεράσω τὴν χολὴν Γαλην. τ. 14, σ. 277, 12. ΙΙ. ἀμεταβ., ὀσμὴν οἷον ἐπιγλυκαίνουσαν, ἔχουσαν γλυκύτητά τινα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 15, 4.