εὐρύσορος

From LSJ
Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύσορος Medium diacritics: εὐρύσορος Low diacritics: ευρύσορος Capitals: ΕΥΡΥΣΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýsoros Transliteration B: eurysoros Transliteration C: evrysoros Beta Code: eu)ru/soros

English (LSJ)

[ῠ], ον<, with wide bier or tomb, σῆμα AP7.528 (Theodorid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large cercueil.
Étymologie: εὐρύς, σορός.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύσορος: воздвигнутый над широкой урной (σῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύσορος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν σορόν, θήκην νεκροῦ, εὐρύσορον σῆμα Ἀνθ. Π. 7. 528.

Greek Monolingual

εὐρύσορος, -ον (Α)
(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία θήκη, ευρύ τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + σορός.

Greek Monotonic

εὐρύσορος: -ον, αυτός που έχει μεγάλο νεκροκρέβατο ή τάφο, ευρύχωρο μνήμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐρύ-σορος, ον
with wide bier or tomb, Anth.