καράκαλλον

Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ρᾰ], τό, hood, AP11.345, Edict.Diocl.26.120:—Dim. καρακάλλιον, τό, Sammelb.7033.37 (v A.D.), PMasp.6ii64(vi A.D.), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1325] τό, dasselbe, Pallad. (IX, 345), caracalla, cuculla.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de manteau avec capuchon.
Étymologie: κάρα ; cf. lat. caracalla.

Russian (Dvoretsky)

καράκαλλον: τό (лат. caracalla) плащ Anth.

Greek (Liddell-Scott)

καράκαλλον: τό, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κουκοῦλα, κουκούλιον, Λατ. caracalla, Ἀνθ. Π. 11. 345.

Greek Monolingual

καράκαλλον, τὸ και καρακάλλα, ἡ (Α)
1. είδος κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με κουκούλα, το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη μέση τών μηρών, καπότα, κάπα
2. είδος κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caracalla. Τόσο η λ. όσο και το αντικείμενο είναι γαλατικής προελεύσεως].

Greek Monotonic

καράκαλλον: τό, κουκούλα, Λατ. caracalla, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: cap (AP, Edict. Diocl.)
Derivatives: καρακάλλιον (pap. V-VIp)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. caracalla; prob. orig. Gaulic, s. W.-Hofmann s. v.

Middle Liddell

καράκαλλον, ου, τό,
a hood, Lat. caracalla, Anth.

Frisk Etymology German

καράκαλλον: (AP, Edict. Diocl.),
{karákallon}
Forms: καρακάλλιον (Pap. V-VIp)
Grammar: n.
Meaning: Kapuze.
Etymology: Aus lat. caracalla; wohl urspr. gallisch, s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,786