μείδημα

From LSJ
Revision as of 12:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείδημα Medium diacritics: μείδημα Low diacritics: μείδημα Capitals: ΜΕΙΔΗΜΑ
Transliteration A: meídēma Transliteration B: meidēma Transliteration C: meidima Beta Code: mei/dhma

English (LSJ)

-ατος, τό, smile, Hes.Th.205 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Russian (Dvoretsky)

μείδημα: ατος τό улыбка Hes., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.

Greek Monolingual

μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.

Greek Monotonic

μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μείδημα, ατος, τό, [from μειδάω
a smile, smiling, Hes.