ἀπηρτισμένως
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
Adv., (ἀπαρτίζω)
A adequately, completely, D.H.1.90; precisely, Procl.Hyp.4.80.
German (Pape)
[Seite 290] vollständig, vollkommen, Dion. Hal. 1, 90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηρτισμένως: ἐπίρρ. (ἀπαρτίζω), ὁλωσδιόλου, ἐντελῶς, οὔτε πεζὸν αὐτοτελῶς οὔτε ἔμμετρον ἀπηρτισμένως Διον. Ἁλ. 1. 90. κτλ.