μιξόμβροτος

From LSJ
Revision as of 06:54, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξόμβροτος Medium diacritics: μιξόμβροτος Low diacritics: μιξόμβροτος Capitals: ΜΙΞΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: mixómbrotos Transliteration B: mixombrotos Transliteration C: miksomvrotos Beta Code: mico/mbrotos

English (LSJ)

ον, for μιξόβροτος, half-human, βοτόν A.Supp. 568 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 189] mit der menschlichen Gestalt gemischt, halb Mensch, βοτὸν ἐςορῶντες δυσχερὲς μιξόμβροτον, Aesch. Suppl. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié homme.
Étymologie: μίγνυμι, *μβροτός > βροτός.

Russian (Dvoretsky)

μιξόμβροτος: наполовину человеческий: μιξόμβροτον βοτόν Aesch. = Ἰώ.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόμβροτος: -ον, ἀντὶ μιξόβροτος, κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνθρώπινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 569.

Greek Monolingual

μιξόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ ανθρώπινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- + -μβροτός (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησίμβροτος].